- ἄνοπλος
- ἄνοπλοςwithout themasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνοπλος — ἄνοπλος, ον (Α) 1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό 2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν) οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι* 3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα 4. (για πλοίο) το χωρίς … Dictionary of Greek
ἄνοπλον — ἄνοπλος without the masc/fem acc sg ἄνοπλος without the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόπλοιν — ἄνοπλος without the masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόπλοις — ἄνοπλος without the masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόπλου — ἄνοπλος without the masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόπλους — ἄνοπλος without the masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόπλων — ἄνοπλος without the masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόπλῳ — ἄνοπλος without the masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοπλα — ἄνοπλος without the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοπλοι — ἄνοπλος without the masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)